φαρσέρ

φαρσέρ
ο, η, Ν
άκλ. αυτός που τού αρέσει να σκαρώνει φάρσες εις βάρος τών άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. farceur (< γαλλ. farce, βλ. λ. φάρσα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φαρσέρ — ο άκλ. (λ. γαλλ.), ο επιτήδειος να κάνει φάρσες σε βάρος άλλων: Δεν υπήρχε βόμβα στο αεροπλάνα· το τηλεφώνημα στην αστυνομία έγινε από φαρσέρ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”